Κάθε πρωινό η ίδια θέα, μα κάθε πρωινό τόσο διαφορετική.
Το μικρό μου δωμάτιο μ’ ένα μοναδικό παράθυρο στον κόσμο.
Σ’ ένα τσιμεντένιο ξέφωτο το βλέμμα μου οδηγεί.
Πότε πότε αχτίνες φωτεινές ηλιακές την παγωνιά του διώχνουν
μα πότε πότε σύννεφα και ψιχάλες βρόχινες, υγρό και σκοτεινό το κάνουν.
Και άλλοτε σαν έρθει η νυχτιά, αχτίνες σεληνιακές μυστήριο του δίνουν.
Κάτι λουλούδια άγρια σε μερικές γωνιές φυτρώνουν.
Με λιγοστό νερό πως γίνεται ζωή να πάρουν;
Κι όμως εκείνα με επιμονή ρίζες, άλλα μικρές κι άλλα βαθιές, απλώσαν.
Δείγμα ζωής σε μέρος κενό και άψυχο γενήκαν.
Φωνές άναρχες, μη λογικές συνήθως, ακούγονται σπανίως.
Μια πολιτεία τούτο το ξέφωτο άγνωστη σε όλους.
Μόνος πολίτης η σκέψη μου που διστακτικά θα βγαίνει
από εκείνο το παράθυρο ζωή να της χαρίζει.
Μια πολιτεία μυστική, κρυφή και τόσο ξένη.